- κριόμυξος
- κρῑό-μυξος, ον, ([etym.] μύξα)A like a drivelling ram, sheepish, Cerc.15.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κριόμυξος — κριόμυξος, ον (Α) αυτός που μοιάζει με μυξιασμένο κριάρι, ο βλάκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + μυξος (< μύξα), πρβλ. βλεκέ μυξος, υπό μυξος] … Dictionary of Greek
κριομύξοις — κριόμυξος like a drivelling ram masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριομύξης — κριομύξης, ὁ (Μ) κριόμυξος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + μύξα] … Dictionary of Greek
κριός — I Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ., 53 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ορεστιάδος του νομού Έβρου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού, 165 χλμ. ΒΑ της Αλεξανδρούπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τριγώνου. II (Αστρον.). Αστερισμός του βορείου… … Dictionary of Greek